φορτίζεται

φορτίζεται
φορτίζω
load
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημιανόρθωση — Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το… …   Dictionary of Greek

  • ισοηλεκτρικό σημείο — (Χημ.). Ονομάζεται η τιμή του πε χα του μέσου διασποράς ενός κολλοειδούς εναιωρήματος ή ενός αμφολύτη, για την οποία η διαλυμένη ουσία δεν κινείται σε ηλεκτροφορητικό πεδίο. Ο όρος ι.σ. παριστάνεται διεθνώς ως pI. Οι αμφολύτες είναι μόρια στα… …   Dictionary of Greek

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • καρβονύλιο — Χημική ομάδα που συνίσταται από ένα άτομο οξυγόνου συνδεδεμένο μέσω ενός διπλού δεσμού με ένα άτομο άνθρακα (C=O). Το άτομο άνθρακα συνδέεται με το υπόλοιπο μόριο με δύο απλούς δεσμούς ή με έναν διπλό δεσμό. Αν το κ. συνδέεται με δύο αλκύλια ή… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • τριβοηλεκτρισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται αντίθετα ηλεκτρικά φορτία σε δύο σώματα, όταν τρίβονται μεταξύ τους. Παρουσιάζεται στην τριβή μεταξύ στερεών ή μεταξύ υγρών και στερεών ή μεταξύ αερίων και στερεών. Στην περίπτωση μονωτικών σωμάτων, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”